σπανογονία

σπανογονία
η, Ν
βιολ. η σπανιότητα θηλυκών ατόμων και η υπεραφθονία αρσενικών σε ορισμένα ζωικά είδη και υποείδη, όπως λ.χ. στις νυχτερίδες και σε πολλά πτηνά και έντομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπάνιος + -γονία (< -γόνος < γόνος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”